πορνογραφικός

πορνογραφικός
η , ό[ν] порнографический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πορνογραφικός" в других словарях:

  • πορνογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορνογραφία («πορνογραφικό περιοδικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Καββαδία] …   Dictionary of Greek

  • πορνογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πορνογραφία: Πορνογραφικό περιοδικό. – Πορνογραφικό βιβλίο κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»